λυχνιαιος

λυχνιαιος
    λυχνιαῖος
    3
    испускаемый светильником
    

(φῶς Sext.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "λυχνιαιος" в других словарях:

  • λυχνιαίος — λυχνιαῑος, αία, ον (Α) [λύχνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λύχνο …   Dictionary of Greek

  • λυχνιαίου — λυχνιαῖος belonging to a lamp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυχνιαίῳ — λυχνιαῖος belonging to a lamp masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυχνιαία — λυχνιαίᾱ , λυχνιαῖος belonging to a lamp fem nom/voc/acc dual λυχνιαίᾱ , λυχνιαῖος belonging to a lamp fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυχνιαίας — λυχνιαίᾱς , λυχνιαῖος belonging to a lamp fem acc pl λυχνιαίᾱς , λυχνιαῖος belonging to a lamp fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύχνος — I Σκεύος φωτισμού της αρχαιότητας αλλά και μεταγενέστερων εποχών. Αποτελείται κυρίως από ένα δοχείο που φέρει την καύσιμη ύλη (λάδι ή λίπος) και ένα φιτίλι που καίγεται, βυθισμένο σε αυτήν. Το μέσο αυτό εκτόπισε γρήγορα τα κεριά και τα δαδιά, ενώ …   Dictionary of Greek

  • λυχνιαίαν — λυχνιαίᾱν , λυχνιαῖος belonging to a lamp fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυχνιαίᾳ — λυχνιαίᾱͅ , λυχνιαῖος belonging to a lamp fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»